- ἑόρτασμα
- -ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 19,16festival, holiday; neol.Cf. LARCHER 1985, 1079
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εόρτασμα — ἑόρτασμα, το (Α) [εορτάζω] γιορτή … Dictionary of Greek
ἑόρτασμα — festival neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτασμάτων — ἑόρτασμα festival neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιόρτασμα — το ο εορτασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιορτάζω ή < εόρτασμα με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] … Dictionary of Greek